- γεννώμενος
- γεννάωbeget: pres part mp masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γεννώμενος — γεννάω beget pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειγενής — ἀειγενής, ές (Α) 1. αιώνιος, αθάνατος 2. ο διαρκώς γεννώμενος ή αναγεννώμενος, που γεννιέται ξανά και ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
μουία — μουία, ἡ (Α) (λακων. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μυῑα σκώληξ γεννώμενος ἐν τοῑς κρέασιν» … Dictionary of Greek
Μπότεγκο, Βιτόριο — (Vittorio Bottego, Σαν Λατσάρο Παρμένσε 1860 – Τζελέμ 1897). Ιταλός εξερευνητής. Αξιωματικός στην ιταλική φρουρά της Μασάουα, εξερεύνησε τις περιοχές προς τις οποίες στρεφόταν ο γεννώμενος τότε ιταλικός επεκτατισμός. Το 1891 χαρτογράφησε τις… … Dictionary of Greek
ԴԵՌԱԾԻՆ — (ծնի, նաց.) NBH 1 0610 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ա. ἕτι γεννώμενος, νεογενής Այն ինչ ծնեալ. նորածին. մատաղ. նոր ծնած. ... *Դեռածին մանուկ, մանկունք. Շ. ՟ա. յհ. ՟Ժ՟Զ: Տօնակ.: *Որդիս իմ դեռածին է: Մինչդեռ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)